Για να μη γράφω "σεντόνια" που δεν πρόκειται ποτέ να διαβάσει κανένας, εδώ απλώς θα συνοψίσω την παρούσα κατάσταση της διαχείρισης των απορριμάτων στην Αττική. Πιστεύω ελάχιστοι έχουν εικόνα της πραγματικής κατάστασης, ποσο μάλλον των αριθμών, είτε αυτοί αφορούν κόστος είτε τόνους απορριμάτων. Όσους τουλάχιστο ρώτησα, πάνω από 10 άτομα αρκετά υψηλού μορφωτικού επιπέδου, είχαν την ίδια άγνοια που είχα κι εγώ πριν λίγες εβδομάδες. Επίσης, πιστεύω πως κάθε κάτοικος της Αττικής πρέπει να είναι ενήμερος για την κατάσταση αν θέλει να λέγεται ενεργός πολίτης. Έτσι, ξεκινάμε λοιπόν με μια σύνοψη της τρέχουσας κατάστασης.
Πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/File:Mixed_municipal_waste.JPG |
Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή υπάρχουν τέσσερεις μονάδες μηχανικής και βιολογικής επεξεργασίας στερεών αστικών απορριμάτων. Αυτές βρίσκονται στα Άνω Λιόσια, τα Χανιά, το Ηράκλειο και την Κεφαλλονιά. Η πρώτη, που είναι και η μεγαλύτερη στην Ελλάδα και μια από τις μεγαλύτερες του είδους της παγκοσμίως, κόστισε περίπου 60.000.000 ευρώ. Το εργοστάσιο αυτό βρίσκεται μέσα στις εγκαταστάσεις της Φυλής και έχει τη δυνατότητα επεξεργασίας 400.000 τόνων απορριμμάτων το χρόνο (1.200 τόνοι την ημέρα). Ξεκίνησε το 1997 και μέχρι σήμερα δεν έχει ποτέ λειτουργήσει κανονικά για μεγάλο διάστημα, λόγω μεγάλων προβλημάτων στη σχέση του ΕΣΔΚΝΑ με τον ιδιώτη διαχειριστή της εγκατάστασης (Envitec). Το εργοστάσιο αυτό αναφέρεται και ως εργοστάσιο "μηχανικής ανακύκλωσης απορριμάτων" αλλά η χρήση του όρου ανακύλωση στην περίπτωση αυτή είναι παραπλανητική και όπως έχει γράψει ο καθηγητής του ΕΜΠ Κίμων Χατζημπίρος "η μηχανική ανακύκλωση είναι όρος ανύπαρκτος και δυσφημίζει την ευγενή πρόθεση των πολιτών να συμβάλουν σε ανακύκλωση με διαλογή στην πηγή".
Στην Αττική κάθε χρόνο παράγονται περίπου 2.200.000 τόνοι αστικών απορριμάτων. Από αυτά το 12% ανακυκλώνεται, οι 400.000 οδηγούνται προς επεξεργασία στο εργοστάσιο μηχανικής ανακλυκλωσης (ΕΜΑΚ) όταν αυτό λειτουργεί και τα υπόλοιπα θάβονται ανεπεξέργαστα στον παρακείμενο ήδη υπερκορεσμένο ΧΥΤΑ. Το ΕΜΑΚ επεξεργάζεται 1.200 τόνους/ημέρα απορρίμματα, 300 τόνους/ημέρα ιλύος και 130 τόνους/ημέρα κλαδιά/χόρτα. Λειτουργεί αυτοματοποιημένα και με μηχανικά μέσα διαχωρισμού των συστατικών των απορριμμάτων. Τα χρήσιμα υλικά που παράγονται είναι περίπου 350 τόνοι ανά ημέρα compost, 360 τόνοι RDF (καύσιμο υλικό), 30 τόνοι σιδηρούχων και 5 τόνοι αλουμινίου. Από ότι μπόρεσα να συμπεράνω από τη σχετική έρευνα στο διαδίκτυο, το εργοστάσιο αυτή τη στιγμή είναι κλειστό για αρκετούς μήνες ενώ οι εργαζόμενοι σε αυτό έχουν απολυθεί! (δες πχ εδώ ή εδώ ).
Σε άρθρο του στην Ελευθεροτυπία (Φεβρουάριος 2008) ο καθηγητής του ΕΜΠ Κίμωνας Χατζημπίρος γράφει
«Ενα ΕΜΑΚ παράγει ελάχιστο σίδηρο και αλουμίνιο αμφίβολης αξίας, κομπόστ πολύ κακής ποιότητας, που μπορεί να περιέχει επικίνδυνες ουσίες, και προβληματικό καύσιμο RDF, που περιέχει πλαστικό ή άλλες τοξικές ουσίες και εκπέμπει διοξίνες και ενώσεις υδραργύρου. Ξοδεύονται λοιπόν τεράστια ποσά για να παραχθούν άχρηστα προϊόντα που τελικά θάβονται, γεμίζοντας πιο γρήγορα τον μοναδικό ΧΥΤΑ της Αττικής».
Από τότε δεν έχουν αλλάξει πολλά, καθώς εξακολουθεί να μην υπάρχει αγορά για το καύσιμο RDF το οποίο θάβεται και αυτό στον ΧΥΤΑ! Υπήρξε μια συμφωνία για τη χρήση του RDF από την τσιμεντοβιομηχανία ΑΓΕΤ-Lafarge στο Αλιβέρι η οποία όμως (ευτυχώς) δεν προχώρησε λόγω των αντιδράσεων των κατοίκων αλλά και επιστημόνων. Επιπλέον έχει κατατεθεί και σχετική προσφυγή στο συμβούλιο της επικρατείας.
Γενικά, οι χρήσεις του RDF στη βιομηχανία είναι είτε για συναποτέφρωση σε θερμοηλεκτρικούς σταθμούς (Δ.Ε.Η.) σε ποσοστό 8-10%, είτε στην καύση στους κλιβάνους των εργοστασίων παραγωγής τσιμέντου. Όμως η συναποτέφρωση δε μπορεί να εφαρμοστεί στους υφιστάμενους σταθμούς της Δ.Ε.Η διότι η εγκατεστημένη αντιρρυπαντική τεχνολογία δεν είναι επαρκής. Όσον αφορά τη βιομηχανία τσιμέντου, το συγκεκριμένο RDF από το ΕΜΑΚ Άνω Λιοσίων δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί λόγω της αυξημένης υγρασίας του, των αρκετών προσμίξεων, καθώς και εξαιτίας της περιεκτικότητας του σε χλώριο, η οποία οδηγεί στην έκλυση καρκινογόνων διοξινών.
Πρόσφατα υπογράφηκε σύμβαση για τη διάθεση του RDF στην ΕΠΑΝΑ Α.Ε. (θυγατρική της ΗΛΕΚΤΩΡ, συμφερόντων Μπόμπολα), προκειμένου να υπόκειται σε περαιτέρω επεξεργασία, για να μπορέσει να αποτελέσει καύσιμο υλικό καλύτερης ποιότητας ώστε να το δέχονται οι τσιμεντοβιομηχανίες. Αυτή η σύμβαση αυξάνει ακόμη περισσότερο το κόστος της διαχείρισης των απορριμάτων.
Τέλος, στο ΧΥΤΑ Άνω Λιοσίων λειτουργεί και ένα "αδήλωτο" πρόγραμμα "διαλογής στην πηγή" από εκατοντάδες αθίγγανους ρακοσυλλέκτες, οι οποίοι ξεδιαλέγουν τα σκουπίδια ψάχνοντας υλικά (κυρίως μέταλλα) για πώληση. Περισσότερα γι' αυτό το θέμα (ίσως γράψω κάτι σε μετέπειτα φάση) μπορεί κανείς να βρεί εδώ (άρθρο της Ελευθεροτυπίας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου